ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ – ΒΑΜΠΙΡ!!!! part1

ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ – ΒΑΜΠΙΡ!!!! part1

Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι βρικόλακες είναι δημιουργήματα της λαϊκής φαντασίας, με την μόνη διαφορά στην Ελληνική και χριστιανορθόδοξη παράδοση έχουν ποικίλα χαρακτηριστικά. Σε διάφορα μέρη της χώρας μας πρόκειται για σώματα νεκρών που για κάποιες αιτίες εξέρχονται από τους τάφους τη νύκτα, είναι πρησμένοι και έχουν χρώμα μελανί, τα μάτια τους είναι κατακόκκινα και είναι άτρωτοι, με απώτερο σκοπό να φοβίσουν ή να ενοχλήσουν τους ζωντανούς συγγενείς τους ή και ξένους, περιφερόμενοι στους χώρους που διαβιούσαν!!!! Έτσι συνδέονται άμεσα με το κακό και τον Σατανά. Σε κάποιες περιοχές λέγονται Βουρβούλακες όπου είναι και οι ποιο συνηθισμένη ονομασία τους Καταχανάδες ή Τυμπανιαίοι ή Πρόσγειοι γιατί είναι φουσκωμένοι από το αίμα των ανθρώπων που έχουν πιεί και γιατί πιστεύουν ότι το κακό έχει μπει μέσα τους και τους δίνει την δύναμη να σηκωθούν από τον τάφο!!!!

1

Τρέφονται με αίμα ή ωμές σάρκες και μαγαρίζουν (λερώνουν) το σπίτι συγγενικών τους προσώπων και σκοτώνουν πρώτα τους συγγενείς τους. Δεν τους επηρεάζει ο ήλιος, αλλά φοβούνται τα Θεία και κατά κάποιες ελληνικές παραδόσεις, η μόνη ημέρα που γυρίζουν στον τάφο τους είναι το Σάββατο ή η Κυριακή αν και σε πολλά μέρη λένε ότι γυρίζουν μόνο το βράδυ στον τάφο τους. Δεν μπορούν να διασχίσουν νερό, ειδικά το θαλασσινό αλλά ούτε και να πατήσουν ή να περάσουν πάνω από αλάτι…..

Οι επιστήμονες δεν αρνούνται την εμφάνιση τους, λόγο κάποιων παράξενων επιθέσεων ζώων. Μπορεί να ζουν ακόμα και σήμερα απλά να μην έχουν τα έντονα χαρακτηριστικά όπως στις κινηματογραφικές ταινίες (μάτια κτλ.).

Δεν πρέπει να τα συγχέομαι με τα Βαμπίρ της Ανατολικής Ευρώπης, που έχουν δικές τους παραδόσεις, αλλά ούτε και με τα αποκυήματα της λογοτεχνίας, δηλ. τον Δράκουλα του Μπράμ Στόκερ, το Βαμπίρ του Τζον Πολλιντόρι, ή την Καμίλλα του Λε Φανού. Σύμφωνα με τη λογοτεχνία, τα βαμπίρ τρέφονται με το αίμα των ζωντανών. Μένουν στους τάφους τους κατά την διάρκεια της μέρας και βγαίνουν απ’ αυτούς μόλις νυχτώσει, εξαιτίας της αδυναμίας τους στο ηλιακό φως. Συνήθως παρουσιάζονται, σε έργα φαντασίας, με κυνόδοντες μεγαλύτερους του κανονικού, τους οποίους χρησιμοποιούν για να τρυπούν το σώμα των θυμάτων τους πράγμα το οποίο και δεν είναι αληθές!!!!

Περισσότερο γνωστές στο ευρύ κοινό είναι οι παραδόσεις των βαμπίρ στην Ρουμανία, και αγνοούνται οι πλούσιες Ελληνικές παραδόσεις για τους βρικόλακες (ή Βουρβούλακες ή βρικολάκιους), που υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα και στη Μ. Ασία (πχ Πόντος).

Σήμερα, οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι προσπαθούν να διαχωρίσουν τον μύθο από την πραγματικότητα και να εξηγήσουν γιατί οι παραδόσεις για τους << πέθαντους >> είναι τόσο διαδεδομένες, δεδομένου πως δεν έχει αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιων όντων. Είναι ένα αίνιγμα το οποίο πιστεύω ότι θα πάρει χρόνια να λυθεί ή ακόμα και να μην λυθεί ποτές!!!!

Όλα ξεκίνησαν μετά το 1790, όπου και εμπνευσμένοι από κάποιες τοπικές δεισιδαιμονίες των βόρειων Βαλκανίων γράφεται το πρώτο επικό ποίημα για τα βαμπίρ – βρικόλακες, Thalaba the Destroyer από τον Robert Southey.

Αλλά γίνεται η ιδέα περισσότερο γνωστή μέσω ενός στενού φίλου του Λόρδου Βύρωνα, του John W. Polidori μέσω του έργου του The Vampire ( 1819 ).

Ύστερα από αυτό υπήρξαν και άλλοι που έγραψαν και συνέθεσαν το μύθο που όλοι ξέρουμε σήμερα με αποκορύφωμα το Dracula του Bram Stoker ( 1897 ).

Άλλα από τι εμπνεύστηκαν όλοι αυτοί για να δημιουργήσουν έναν πραγματικά γοητευτικό όσο και επικίνδυνο χαρακτήρα όπου δείχνει να είναι πέρα για πέρα αληθινός με πολλά ψέγματα φαντασίας!;!

Οι βασικές επιρροές έρχονται από δύο κυρίως άτομα τα οποία έζησαν το μεσαίωνα.

Ο πρώτος και πιο γνωστός είναι ο πρίγκιπας της Μολδοβλαχίας που γεννήθηκε το 1431 στην Τρανσυλβανία, Vlad ( αίμα ) Tepes ( παλουκωτής ), Ο Δράκουλας στα Ρουμάνικα Dracul ( Σατανάς ή διάβολος ) οπότε όλο μαζί το όνομα Vlad Tepes Dracul μεταφράζεται ως ο Αιμοσταγής διάβολος ο Παλουκωτής!!!!

Ήδη αναγνωρίζουμε τα κοινά στοιχεία. Η αλήθεια είναι ότι δεν έπινε αίμα, αλλά αυτό δεν τον κάνει λιγότερο επικίνδυνο από τον λογοτεχνικό του συνονόματο, μιας και δεν ήταν σε καμία περίπτωση αθώος και καλός άνθρωπος!!!!

Λέγεται πως βασάνιζε και σκότωνε ληστές και εχθρούς της Μολδοβλαχίας που εκείνη την εποχή οι Οθωμανοί ήταν οι επίδοξοι κατακτητές όμως λέγεται ότι αυτά ήταν προπαγάνδα εκ των εχθρών του!

Η αλήθεια είναι ότι επιστράτευσε δρακόντεια μέτρα για να φέρει την τάξη στη διαλυμένη του χώρα! Το παλούκωμα (το οποίο χρησιμοποίησε μερικές φορές και όχι…40.000 όπως λέγεται!) το διδάχτηκε από τους Τούρκους.

Στο τέλος τον πρόδωσε ο πατέρας του (ναι, ο Δρακούλ!!) στους Οθωμανούς. Αφού όμως κατάφερε να ελευθερωθεί ξανά φυλακίστηκε πολλές φορές, κυνηγήθηκε ακόμα περισσότερες και τελικά δολοφονήθηκε!!!!

Γενικά οι κάτοικοι της Μολδοβλαχίας αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του ως έναν τοπικό ήρωα ενάντια στον κατακτητή!

Δεύτερο πρόσωπο ήταν η κόμισσα Elizabeth Bathory de Esced που γεννήθηκε το 1575 στη Σλοβακία.

Απόγονος αριστοκρατικής οικογένειας, κατείχε αξιοζήλευτη για την εποχή θέση και μόρφωση, ειδικά για γυναίκα! Μικροπαντρεμένη από τα 15 της και 29 χρόνια και έξι παιδιά αργότερα, χήρεψε κληρονομώντας από τον άντρα της μία τεράστια περιουσία! Τότε ήταν που άρχισαν κάποιοι παράξενοι φόνοι μικρών κοριτσιών στην περιοχή της…

Μετά από ανακρίσεις αποκαλύφθηκε ότι η κόμισσα με τις υπηρέτριες της βασάνιζαν και σκότωναν τις έφηβες! Ο μύθος λέει πως τις βασάνιζε και τις εξευτέλιζε (αληθινά γεγονότα), έως και τις κρεμούσε και έκανε μπάνιο στο αίμα τους για να αποκτήσει αιώνια νεότητα (φήμη που γεννήθηκε το 1720), τρομερό!!!!!

Οι νεαρές έβρισκαν φρικτό θάνατο από αιμορραγία. Στα ημερολόγια της κόμισσας αναφέρονται 650 θύματα!!!! Ανάμεσα σε αυτά και παιδιά ευγενών της εποχής της. Γι’ αυτό και ερευνήθηκε η υπόθεση…..

Αφού αποδείχτηκε η ενοχή της το 1611, οι δικαστές την καταδίκασαν σε ισόβιο εγκλεισμό στον πύργο του κάστρου της με χτισμένες πόρτες και παράθυρα με μια τρύπα μόνο για το φαγητό της. Εκεί πέθανε μες στη μοναξιά 3 χρόνια αργότερα. Άλλοι λένε ότι τελικά κατάφερε και έφυγε από κι μέσα…..

Ας δούμε κάποια γεγονότα πραγματικά τα οποία και έλαβαν μέρος στην χώρα μας….

Το 1642 οι καθολικοί κατόρθωσαν να εγκατασταθούν στην Σαντορίνη. Ο Γάλλος ιερωμένος Francois Richard ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της εκστρατείας προσηλυτισμού στο αιγαίο.

Έζησε για πολλά χρόνια στην Σαντορίνη.

Στα χρονικά του Richard αναφέρεται στις δοξασίες περί βρικολάκων. Έχει τίτλο<< Οι ψευδό-αναστημένοι που οι έλληνες ονομάζουν βρικολάκους >> προσέξτε την ημερομηνία ποιο πάνω, έως τότε δεν ήξεραν στην Ευρώπη περί βρικολάκων…..

Περιγράφει τρομακτικά περιστατικά ομαδικών παρακρούσεων των κατοίκων της Σαντορίνης. Πεθαμένοι που ξαναγυρίζουν στη ζωή και εξοντώνουν τη νύχτα τους νησιώτες, φρικαλέες σκηνές εκταφής << βρικολακιασμένων >> με την άδεια του κράτους και των δυο εκκλησιών, τελετές εξορκισμών από τους ιερείς πάνω στα πτώματα μέσα στους ναούς, ανατριχιαστικοί ανασκολοπισμοί των άλιωτων πτωμάτων με τσεκούρι και σκαπάνες, αλλά και χύτρα με βρασμένο ξύδι όπου έβραζαν τις καρδιές από τους βρικόλακες…..

2

Αυτόπτης μάρτυρας των σκηνών αυτών ο Ιησουίτης ιεραπόστολος όπου δεν αμφισβητεί διόλου την εμφάνιση των βρικολάκων και την κακοποιό δράση τους:

<< Κάθε τόσο οι Έλληνες παπάδες, αφού προηγουμένως πάρουν άδεια του Μητροπολίτη, πηγαίνουν στο νεκροταφείο, διαβάζουν μερικές ευχές και ύστερα ξεθάβουν το νεκρό που υποπτεύονται πως έχει βρικολακιάσει. Κι αν βρουν το πτώμα ολόκληρο, φρέσκο και ματωμένο, είναι βέβαιοι πως ο νεκρός έγινε όργανο του σατανά…. Αρχίζουν τότε τους εξορκισμούς και δεν σταματούν αν δεν δουν σημάδια που να φανερώνουν πως έφυγε το δαιμόνιο, όταν δηλαδή αρχίσει η αποσύνθεση του πτώματος.

Αυτό έγινε πριν από λίγα χρόνια. Το πτώμα ενός κοριτσιού ( Καλλίστη το όνομά της ) βρέθηκε άλιωτο. Το έφεραν στην εκκλησία κι ο Έλληνας παππάς κατέφυγε στους εξορκισμούς. Και πραγματικά σε λίγο άρχισε η αποσύνθεση του πτώματος κατά τρομακτικό τρόπο, έτσι που κάνεις δεν μπορούσε να μείνει στο ναό από τη δυσοσμία. Το έθαψαν λοιπόν, και δεν ξαναφάνηκε ο βρικόλακας πια.

Ωστόσο, μερικές φορές, οι εξορκισμοί των ελλήνων ιερέων δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, είτε γιατί οι ίδιοι οι ιερείς δεν έχουν μεγάλη πίστη είτε γιατί το δαιμόνιο αντιστέκεται και δεν εννοεί να εγκαταλείψει τη λεία του. Τότε ξεριζώνουν την καρδιά του πεθαμένου, τη λιανίζουν με το τσεκούρι και ύστερα καίνε ολόκληρο τον νεκρό, ακριβώς όπως γίνεται στη Γαλλία με τους μάγους και τις μάγισσες, ύστερα από απόφαση της δικαιοσύνης.

Τελευταία που πήγα στην Αστυπάλαια έκαψαν πέντε πτώματα. Τα τρία ήταν ανδρών παντρεμένων, το τέταρτο ενός Έλληνα παππά και το πέμπτο ενός κοριτσιού. Το ίδιο έγινε και στη Νιό. Η γυναίκα ενός πεθαμένου ήρθε και μου εξομολογήθηκε πως είδε τον άντρα της ατόφιο, πενήντα μέρες ύστερα από την κηδεία του. Μ’ όλο που τον είχαν ξεθάψει και τον είχαν ενταφιάσει σε άλλο σημείο και είχαν γίνει όλοι οι καθιερωμένοι εξορκισμοί, εκείνος ξαναγύρισε και βασάνιζε τον κόσμο, σκότωσε μάλιστα και τέσσερις ή πέντε ανθρώπους.

Τότε τον ξέθαψαν για δεύτερη φορά και τον έκαψαν σε επίσημη δημόσια τελετή.

Πριν δυο χρόνια, για την ίδια αιτία, έκαψαν άλλα δυο πτώματα στη Σίφνο. Και δεν περνάει χρόνος που να μην γίνει λόγος γι’ αυτούς τους ψευδό-αναστημένους. Αλλά εκείνο που αναστάτωσε περισσότερο την Σαντορίνη ήταν η προσήλωση ενός βρικόλακα στη χήρα του. Λεγόταν Αλέξανδρος, ήταν παπουτσής και κατοικούσε στον Πύργο. Ύστερα από το θάνατό του παρουσιάστηκε στη γυναίκα του, όπως ακριβώς ήταν και στη ζωή. Ερχόταν στο σπίτι και δούλευε, μερεμέτιζε τα παπούτσια των παιδιών, έβγαζε νερό από τη στέρνα. Και πολλές φόρες τον έβλεπαν να κόβει ξύλα για τη φαμίλια του. Ύστερα από λίγο καιρό ο κόσμος τρομοκρατημένος τον ξέθαψε, τον έκαψε και μαζί με τον καπνό εξαφανίστηκε και η εξουσία του σατανά.

Έμαθα από ένα αξιόπιστο πρόσωπο πως στην Αμοργό, αυτοί οι βρικόλακες έχουν τόσο αποχαλινωθεί που δεν τρέχουν μονάχα εδώ κι εκεί τις νύχτες, αλλά παρουσιάζονται και μέρα μεσημέρι, πολλές φορές πέντε μαζί στα χωράφια και μαζεύουν φάβα. Ήθελα να έλθουν εδώ μερικοί από τους δικούς μας, τους άθεους της Γαλλίας, όχι για να ακούσουν αλλά να δουν με τα μάτια τους στο φως της ημέρας και να βεβαιωθούν ποσό άδικο έχουν που πιστεύουν ότι σαν πεθαίνει ο άνθρωπος όλα πεθαίνουν μαζί του*.

*(Υπάρχει μια πανάρχαια παράδοση στις δεισιδαιμονίες που κυριαρχούσαν στις Κυκλάδες κατά το μεσαίωνα και στους νεώτερους χρόνους; Οι αρχαιολόγοι που μελέτησαν τα ευρήματα στα νεκροταφεία του πρωτοκυκλαδικού λεγόμενου πολιτισμού, στη Σύρο, στη Νάξο, στην Αμοργό (3.000 π.χ. περίπου) παρατήρησαν με έκπληξη ότι οι νεκροί θάβονταν σε στενόχωρους τετραγωνικούς τάφους , διπλωμένοι στα δύο, έτσι που τα γόνατα να φθάνουν στο πρόσωπο. Μπορεί και να δένονταν πριν ακόμα ξεψυχήσουν. Και οι τάφοι καλύπτονταν από όλες τις πλευρές με βαριές πλάκες, κλείνονταν οι νεκροί ασφυκτικά στο κιβούρι τους για να μην μπορέσουν ίσως να ξαναβγούν στον επάνω κόσμο και βασανίσουν τους ζωντανούς, για να μην βρικολακιάσουν ίσως).

Ιδού όμως και μια άλλη απόδειξη:

Ο ηγούμενος του περίφημου μοναστηριού της Αμοργού, μου διηγήθηκε ότι ένας έμπορος από την Πάτμο πηγαίνοντας στην ανατολή για εμπόριο, αντί να κερδίσει χρήματα έχασε τη ζωή του. Μαθαίνοντας η γυναίκα του το θάνατό του, έστειλε ένα καΐκι για να φέρουν τον νεκρό στην πατρίδα του και να τον θάψουν κατά πως ταιριάζει σε χριστιανό. Έβαλαν λοιπόν το πτώμα σε μια κασέλα, τη φόρτωσαν στο καΐκι και ξεκίνησαν για το νησί. Ένας από τους ναυτικούς κάθισε επάνω στη κασέλα. Ξαφνικά νιώθει κάτι να κουνιέται μέσα. Το λέει στους συντρόφους του. Αποφασίζουν τότε να την ξεκαρφώσουν για να δουν σε ποια κατάσταση βρισκόταν ο νεκρός. Ανοίγουν και τι να δουν. Ο πεθαμένος έδειχνε σαν να ήταν ολοζώντανος. Καταλαβαίνετε τώρα τον τρόμο των θαλασσινών. Αλλά τι να κάνουν, είχαν την υποχρέωση. Ξανά κάρφωσαν την νεκρόκασα, έφτασαν στο νησί και την παρέδωσαν στη χήρα χωρίς να πουν λέξη για ότι είδαν στο καΐκι. Αλλά λίγες μέρες μετά την κηδεία ο πεθαμένος σκόρπισε τη φρίκη και το θάνατο στο νησί. Έμπαινε τις νύχτες στα σπίτια ουρλιάζοντας και χτυπώντας. Δεκαπέντε άνθρωποι άλλοι από τα χτυπήματα, άλλοι από την τρομάρα τους πήγαν στον άλλο κόσμο. Οι ιερείς και οι καλόγεροι του τόπου έκαναν ότι μπορούσαν για να σταματήσουν αυτή την τραγωδία. Ωστόσο οι εξορκισμοί και οι δεήσεις δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Αποφασίζουν λοιπόν, να διώξουν τον νεκρό από το νησί και να τον μεταφέρουν στον τόπο του θανάτου του, στη μικρά Ασία. Τον φόρτωσαν στο καΐκι αλλά οι ναυτικοί δεν τον πέρασαν αντίπερα, στο πρώτο ερημονήσι που βρήκαν άναψαν φωτιά και τον έκαψαν. Κι από τότε ο βρικόλακας δεν ξαναφάνηκε.

Ο ηγούμενος προσπαθούσε να με πείσει ότι αυτές οι εμφανίσεις των βρικολάκων αποδείχνουν πόσο ορθή είναι η πίστη της Ελληνικής εκκλησιάς. Μου λέει:

Είδατε κανένα τούρκο ή κανένα Λατίνο να μεταμορφώνεται έτσι μετά το θάνατό του;

Τα αντίθετο συμβαίνει του απαντώ.

Το ότι μπαίνει ο σατανάς στους πεθαμένους σας και τους κάνει να βρικολακιάζουν δείχνει ότι η Ελληνική πίστη είναι καταδικασμένη από τον θεό. Όσο για τους Τούρκους και τους Λατίνους που τάχα δεν γίνονταν βρικόλακες τα πράγματα είναι διαφορετικά. Όπως προκύπτει από την ιστορία των αράβων, αυτά τα φαινόμενα ήταν συνηθισμένα στην έρημο. Έπειτα του θύμισα κάτι που είχε συμβεί στη Σαντορίνη με τον Μαμούρη, ένα Λατίνο κληρικό που Τούρκεψε. Με απαίτηση όλου του λαού κρεμάστηκε στην αντένα του ανεμόμυλου. Ε λοιπόν, μ’ όλο που ήταν Τούρκος, βρικολάκιασε και καταβασάνισε τον κόσμο μετά το θάνατό του, ώσπου τον έκαψαν και ησύχασε το νησί.

Πρέπει να προσθέσω ότι υπάρχουν κι άλλοι πεθαμένοι στα Ελληνικά νεκροταφεία που τα πτώματά τους μένουν άλιωτα δεκαπέντε και είκοσι χρόνια μετά τον ενταφιασμό τους. Και τους βρίσκουν φουσκωμένους σαν μπαλόνια. Κι αν τους χτυπήσεις ηχούν όπως τα τύμπανα. Αυτόν τον πεθαμένο τον λένε << Ντούπι ή Ντάουλα >>. Το πώς γίνεται αυτό δεν είναι της στιγμής. Το μόνο που μπορώ να βεβαιώσω είναι ότι οι Έλληνες πιστεύουν πως οι άλιωτοι είναι αφορισμένοι.

3

Είναι γνωστό ότι οι Έλληνες ιερείς και μητροπολίτες όταν αφορίζουν κάποιον προσθέτουν στο τέλος την κατάρα:

<< Και μετά θάνατον άλυτος και τυμπανιαίος >>.

Γι’ αυτό ακριβώς, ο λαός που βλέπει συχνά άλιωτους νεκρούς, τρέμει όταν ακούει ένα απλό παπά να εκτοξεύει τον αφορισμό του σαν να είναι πατριάρχης >>.

Ο Richard παραθέτει στο χρονικό του και ένα κείμενο αυθεντικό, σχετικά με τα χαρακτηριστικά των βρικολάκων και τις αιτίες που προκαλούσε το βρικολάκιασμα. Το αντέγραψε από παλιό χειρόγραφο που βρήκε στο ναό της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης.

<< Όποιος έχει κατάραν, κρατούσιν μόνον τα έμπροσθεν του σώματός του.

Εκείνος όπου έχει ανάθεμα, φαίνεται κίτρινος και ζαρωμένα τα δάχτυλά του.

Εκείνος όπου φαίνεται άσπρος είναι αφορισμένος παρά των Θείων Νόμων.

Εκείνος όπου φαίνεται μαύρος είναι αφορισμένος υπό αρχιερέως >>.

Περί βρικολάκων γράφει και ο Γάλλος περιηγητής Thevenot που ταξίδεψε στο Αιγαίο το 1655 προσέξτε την ημερομηνία….. Στη Χίο διάβασε ένα υπόμνημα με πληροφορίες για τα χωριά του νησιού και τις δεισιδαιμονίες των κατοίκων:

<< Οι κάτοικοι αυτού του τόπου πιστεύουν ότι το πτώμα που δεν θα λιώσει σε σαράντα μέρες γίνεται βρικόλακας >>.

Ο Συγγραφέας του υπομνήματος σημειώνει ότι περνώντας από εκεί τον Απρίλη του 1637 βρήκε ένα παππά να διαβάζει ευχή πάνω σε ένα πτώμα που ενώ ήταν θαμμένο πενήντα μέρες δεν έδειχνε διόλου να έχει γίνει κάποια αποσύνθεση. Μονάχα ένας σκώληκας έβγαινε από το μάτι του πεθαμένου. Είναι η πανουργία του σατανά, είπε ο παππάς που θέλει να μας ξεγελάσει για να πιστέψουμε ότι το σώμα έχει σαπίσει. Όπως εξήγησε ο παππάς, το σώμα ή μάλλον το πνεύμα του γύριζε τις νύχτες στο χωριό, χτυπούσε τις πόρτες και καλούσε τους ανθρώπους με το όνομά τους, κι όσοι απαντούσαν πέθαιναν σε δύο ή τρεις ήμερες.

Πληροφορίες για την Σαντορίνη του ΙΖ’ αιώνα ανευρίσκονται και στην ιστορία των Φράγκικων δουκάτων του Αιγαίου του Sauger που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1699:

<< Το λιμάνι της Σαντορίνης είναι άπατο ακόμα και ένα βήμα από την ακτή. Άβυσσος που είναι αδύνατο να βυθομετρηθεί. Σε αυτό το νησί συμβαίνει κάτι ασύλληπτο για μένα, μα που φαίνεται εκεί συνηθισμένο. Μερικοί από τους πεθαμένους ξαναγυρίζουν στα σπίτια τους λίγες μέρες ύστερα από την ταφή τους. Και κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό που τους ξαναζωντανεύει. Οι Σαντορινιοί τους λένε << βρικόλακες >>.

Σκότωσαν ένα χωριάτη Μυκονιάτη, από φυσικού του δύστροπο και φιλόνικο και πολύ κακό άνθρωπο. Κανείς δεν ήξερε πως και γιατί. Δύο μέρες μετά τον ενταφιασμό του διαδόθηκε ότι τον είδαν να περπατάει τη νύχτα με βαριά βήματα, να μπαίνει στα σπίτια, να αναποδογυρίζει τα έπιπλα, να σβήνει τα λυχνάρια, να αγκαλιάζει ξαφνικά τους ανθρώπους και γενικά να κάνει χίλιες δυο κατεργαριές. Στην αρχή γέλασαν όλοι. Μα όταν άρχισαν να παραπονούνται και σοβαροί άνθρωποι η υπόθεση πήρε διαστάσεις. Οι παππάδες έκανα εξορκισμούς. Τίποτα, ο Μυκονιάτης συνέχιζε αδιόρθωτος τις πανουργίες του. Τη δέκατη μέρα έγινε λειτουργία για να εκδιωχθεί ο δαίμονας. Αποφασίστηκε να ξεθάψουν το κουφάρι και να του ξεριζώσουν την καρδιά μέσα στην εκκλησία. Ο χασάπης της Μυκόνου, γέρος και αδέξιος, αντί να ανοίξει το στέρνο, άνοιξε την κοιλιά. Έψαξε, έψαξε αλλά δεν εύρισκε αυτό που ζητούσε. Κάποιος του είπε να ανοίξει το διάφραγμα. Έτσι έβγαλα την καρδιά. Για να καλυφθεί η μπόχα του πτώματος έκαιγαν λιβάνια. Αλλά το θυμίαμα, καθώς ανακατευόταν με τις αναθυμιάσεις του κουφαριού προκαλούσε φοβερότερη μπόχα. Οι φτωχοί άνθρωποι τρελάθηκαν. Πάθαιναν παραισθήσεις, έβλεπαν εφιαλτικά οράματα. Φώναζαν πως από το ανοιγμένο κουφάρι έβγαινε πηχτός καπνός.

Που να τολμήσουμε να τους πούμε πως ήταν από το λιβάνι.

Μέσα στην εκκλησία αντηχούσε μονάχα η κραυγή «ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ!!!» «ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ!!!», Από το θόρυβο θαρρούσες πως θα γκρεμισθεί ο θόλος του ναού. Ο χασάπης έβανε όρκο πως το πτώμα ήταν ολόζεστο. Μερικοί έλεγαν πως το αίμα ήταν κατακόκκινο. Το φοβερό νέο απλώθηκε από σοκάκι σε σοκάκι σε όλη την πολιτεία. Και σε λίγο όρμησαν στην εκκλησία ένα πλήθος νησιώτες που βεβαίωναν πως όταν έφεραν το πτώμα από τα χωράφια ήταν ακόμα ζεστό. Σίγουρα λοιπόν είχε βρικολακιάσει. Βρισκόμουν πλάι στο κουφάρι για να βλέπω καλύτερα. Παραλίγο να λιποθυμήσω από την δυσωδία. Αλλά οι ζαλισμένοι νησιώτες ξέφρενοι από την τρομάρα, νόμιζαν πως είχε ακόμα ζωή. Ζήτησαν τη γνώμη μου και τους είπα ότι είναι 100 τοις εκατό είναι πεθαμένος. Τους εξήγησα ήρεμα όλα τα περίεργα φαινόμενα και τις παραισθήσεις. Ποιος να με ακούσει; Πήραν την καρδιά στην ακρογιαλιά και την έκαψαν. Με όλα αυτά ο βρικόλακας δεν εννοούσε να ησυχάσει. Έγινε περισσότερο επιθετικός . Άνοιγε πόρτες και δωμάτια, ξυλοκοπούσε ανθρώπους τη νύχτα, έσπαζε παράθυρα, έσκιζε φορέματα, άδειαζε τις κυψέλες των μελισσιών και τα κρασοβάρελα. Μονάχα στο σπίτι του προξένου όπου είχαμε εγκατασταθεί δεν τόλμησε να τρυπώσει. Όλο το νησί είχε υποστεί ομαδική παράκρουση. Ακόμα και οι έξυπνοι και οι μορφωμένοι είχαν παρασυρθεί. Ήταν μια αρρώστια του εγκεφάλου, επικίνδυνη όπως η μανία ή η λύσσα. Οικογένειες εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και έστηναν τα κρεβάτια τους καταμεσής στην πλατεία για να περάσουν τη νύχτα τους. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην είχε διαπιστώσει την παρουσία του βρικόλακα. Όλη τη νύχτα άκουγες θρήνους. Πολλοί βγήκαν οικογενειακώς στα χωράφια. Κάποιος είπε πως το κακό οφείλεται σε μια παράλειψη κατά την τελετή του εξορκισμού. Η λειτουργία έπρεπε να γίνει μετά την αφαίρεση της καρδιάς. Έτσι ξαναβρεθήκαμε στην αναστάτωση της πρώτης μέρας. Γενική σύναξη πρωί και βράδυ, λιτανείες τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. Οι παππάδες υποχρεωθήκαν να νηστέψουν αυστηρά. Τους έβλεπες να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι με την αγιαστούρα στο χέρι. Είπαμε στους προεστούς να στήσουν ενέδρες τη νύχτα και να παρατηρούν τι συμβαίνει στην πολιτεία. Έτσι έπιασαν μερικούς βαγαπόντηδες που είχαν προκαλέσει όλη την αναστάτωση. Δεν ήταν βεβαία οι πρώτοι δράστες και τους άφησαν ελεύθερους. Για να αναπληρώσουν τη νηστεία της φυλακής άρχισαν να αδειάζουν τη νύχτα τα σπίτια των κατοίκων που είχαν εγκαταλείψει το βιος τους.

Έτσι ξανάρχισαν οι λιτανείες.

Μια μέρα, αφού κάρφωσαν κι εγώ δεν ξέρω ποσά γυμνά σπαθιά επάνω στο μνήμα του βρικόλακα (ξέθαφταν το πτώμα τρεις ή τέσσερις φορές την ημέρα ανάλογα με τις εμπνεύσεις του καθενός). Ένας Αρβανίτης που βρέθηκε στη Μύκονο είπε με ύφος μεγάλου σοφού ότι είναι γελοίο να καρφώνουν τον βρικόλακα με σπαθιά χριστιανικά.

<< Δεν βλέπετε χαζοί, ότι η λαβή αυτών των σπαθιών έχει το σχήμα του σταυρού κι εμποδίζει τον σατανά να βγει από το κουφάρι; Χρειάζονται τουρκικά σπαθιά. Αλλά και η συνταγή του Αρβανίτη δεν ωφέλησε >>.

Ο βρικόλακας φαινόταν άτρωτος. Δεν ήξεραν πια σε ποιον άγιο να προσευχηθούν.

Ξαφνικά μια φωνή υψώθηκε από όλη την πόλη: πρέπει να κάψουμε ολόκληρο τον βρικόλακα. Ξέθαψαν πάλι το κουφάρι και το κουβάλησαν στην πούντα του Αϊ Γιώργη, άναψαν δυνατή πυρά με πίσσα (όχι ξύλο, από φόβο μήπως ο βρικόλακας σβήσει την φωτιά) και το αποτέφρωσαν. Ο διάβολος είχε παγιδευτεί και εξοντώθηκε. Ήταν καιρός. Γιατί οι περισσότερες οικογένειες ετοιμάζονταν να μεταναστεύσουν στην Τήνο ή τη Σύρο >>.

Είναι όμως λαϊκές δεισιδαιμονίες για τα βρικολακιάσματα ταλάνισαν τον τόπο μας και κατά τους σκοτεινούς αιώνες της εθνικής δουλείας!;! πως τόσοι άνθρωποι είχαν δεχτεί επίθεση!;! το λιβάνι με την δυσοσμία της αποσύνθεσης ενός σώματος δεν φέρνει παραισθήσεις!!!! ίσα ίσα ήταν ένας τρόπος αρχαίος όπου κάθε φορά που είχαν να κάνουν με πτώματα αποσύνθεσης καίγανε λιβάνι για να μπορούν να δουλέψουν…. το λιβάνι καλύπτει την μυρουδιά της πτωμαΐνης!!!! Σε αυτά τα στοιχεία στέκονται σήμερα οι ανθρωπολόγοι και ψάχνουν μανιωδώς να βρουν το τι είχε συμβεί τότε στα Ελληνικά νησιά μα και στην στερεά Ελλάδα!!!!

Περιστατικά ομαδικών ψυχώσεων αναφέρονται κατά τη διάρκεια του 1821, κατά την περίοδο που ακολούθησε την εθνική αποκατάσταση, ακόμα και κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Οι δεισιδαιμονίες λένε σήμερα οι ειδικοί ( μα ποιοι ειδικοί ήταν εκείνοι την εποχή εκεί για να ξέρουν τι είχε συμβεί!;! ) έπαιρναν διαστάσεις λαϊκού πανικού και αλλοφροσύνης, όπως ύστερα από τις επιδημίες που προκαλούσαν θανατικό.

Το 1823 η Νάξος είχε αποδεκατιστεί από την ευλογιά. Τότες ακριβώς άρχισαν στο νησί τα ομαδικά βρικολακιάσματα των πεθαμένων τα οποία είναι καταγεγραμμένα ως αληθινά και υπαρκτά από τις αρχές του νησιού αλλά και από την εκκλησία!!!!

Το 1893 στο χωριό Βουρκωτή της Άνδρου κάτι τρομερό είχε συμβεί.

Η γυναίκα ενός χωρικού υπέφερε από επιλόχειο πυρετό. Ο σύζυγος, επειδή πριν λίγες μέρες πέθανε η μητέρα του, πίστεψε πως βρικολάκιασε και βασάνιζε τη νύφη της.

<< Το επίμονων της συζύγου του πάθος απέδωκεν ο σύζυγος εις την πρότινων ημερών θανούσαν μητέρα του ήτις κατά την κρίσιν του, επειδή ζώσα δεν ευτύχησε να ηδύ εγγονόν, ήδη νύκτωρ επεφοίτα επί της κλίνης της ασθενούς και τεκούσης νύμφης της και παρενώχλει αυτήν. Και ο αλιτήριος, χωρίς να διστάσει, εξέθαψε το πτώμα της ιδίας μητρός και, φρικτόν ειπείν, διαμέλισεν αυτό εις τεμάχια, άτινα εδώ κι εκεί κατέρριψε >>.

Απήχηση των λαϊκών δεισιδαιμονιών για τους βρικόλακες αποτελεί και το διήγημα του Σκιαθίτη πεζογράφου Αλέξανδρου Μωραϊτίδη << Η Κουκίτσα >>, είναι μια λαϊκή απήχηση δεισιδαιμονιών ή πράγματι ήταν έτσι!;!

Motorcycle Details

<< Και μια βραδιά, την ώρα όπου ανάπτουν τα φώτα, ολίγας εβδομάδας μετά τον θάνατον της Κουκίτσας, διεδόθη εις το χωρίον; Βρικολάκιασε η Κουκκίτσα…… >>

Μα και το ποίημα του Αρ. Βαλαωρίτη ο Βρικόλακας δεν έχει βγει τυχαία….

 Ο “Βρικόλακας”

”Πες μου τι στέκεσαι Θανάση, ορθός,

βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;

Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;

Ύπνος για σένανε δεν είν’ στον ‘Αδη;

 Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…

Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη…

Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.

‘Άσε με ήσυχη ν’ αναπαυθώ.

 Το κρίμα που ‘καμες με συνεπήρε.

Βλέπεις πως έγινα; Θανάση σύρε.

Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει,

στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη.

 Στάσου μακρύτερα… Γιατί με σκιάζεις;

Θανάση τι έκαμα και με τρομάζεις;

Πως είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα…

Πες μου… δεν έλιωσες, Θανάση, ακόμα;

 Λίγο συμμάζωξε το σάβανό σου…

Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.

Θεοκατάρατε, για δες… πετάνε

κι έρχονται πάνω μου για να με φάνε.

 Πες μου που θ’ έρχεσαι με τέτοια αντάρα;

Ακούς τι γίνεται; Είναι λαχτάρα.

Μες απ’ το μνήμα σου γιατί να βγεις;

Πες μου που θ’ έρχεσαι; Τι ‘λθες να δεις”;

 Ε’

 ”Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά

κλεισμένος ήμουνα, τέτοια νυχτιά

κι εκεί οπού ‘στέκα σαβανωμένος,

βαθιά στο μνήμα μου συμμαζωμένος,

 έξαφνα πάνω μου, μια κουκουβάγια

ακούω που φώναξε: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α

σήκω και πλάκωσαν χίλιοι νεκροί

και θα σε πάρουνε να πάτε κει.

 Τα λόγια τ’ άκουσα και τ’ όνομά μου.

Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.

Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ

βαθιά στο λάκκο μου, να μη τους δω.

 Έβγα και πρόβαλε Θανάση Βάγια,

έλα να τρέξωμε πέρα στα πλάγια.

Έβγα μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.

Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι.

 Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι

πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.

Και με τα νύχια τους και με το στόμα

πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.

 Και σα με βρήκανε όλοι με μια

έξω απ’ του τάφου μου την ερημιά,

γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν

κι εκεί που είπανε με συνεπαίρνουν.

 Πετάμε, τρέχομε, φυσομανάει,

το πέρασμά μας κόσμο χαλάει.

Το μαύρο σύγνεφο, όθε διαβεί,

οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ’ η γη.

 Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας

σα ν’ αρμενίζουμε με τα πανιά μας.

Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολλάνε

τα κούφια κόκαλα, στη γη σκορπάνε.

 Εμπρός μας έσερνε η κουκουβάγια

πάντα φωνάζοντας: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α-.

Έτσι εφτάσαμε σ’ εκειά τα μέρη,

που τόσους έσφαξα μ’ αυτό το χέρι.

 Ω τι μαρτύρια! Ω τι τρομάρες!

Πόσες μου ρίξανε σκληρές κατάρες!

Μου ‘δωκαν κι έπια αίμα πηγμένο.

Για δες το στόμα μου, το ‘χω βαμμένο.

 Κι ενώ με σέρνουνε και με πατούνε

κάποιος εφώναξε… στέκουν κι ακούνε.

-Καλώς σε βρήκαμε Βεζίρη Αλή-.

Εδώθε μπαίνουνε μες την αυλή.

 Πέφτουν επάνω του οι πεθαμένοι.

Με παρατήσανε… Κανείς δε μένει.

Κρυφά τους έφυγα και τρέχω ‘δω,

με σε γυναίκα μου να κοιμηθώ”.

 ΣΤ’

 ”Θανάση σ’ άκουσα, τραβήξου τώρα.

Μέσα στο μνήμα σου να πας είν’ ώρα”.

 ”Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά,

θέλω απ’ το στόμα σου τρία φιλιά”.

 ”Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα

ήλθα, σε φίλησα κρυφά στο στόμα”.

 ”Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…

Μου πήρ’ η κόλαση κειό το φιλί”.

 ”Φέυγα και σκιάζομαι τ’ άγρια σου μάτια.

Το σάπιο κρέας σου, πέφτει κομμάτια.

Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.

Απ την αχάμνια τους λες κι είν’ μαχαίρια”.

 ”Έλα γυναίκα μου, δεν είμαι ‘γω

κείνος π’ αγάπησες, ένα καιρό;

Μη με σιχαίνεσαι, είμ’ ο Θανάσης”.

”Φεύγ’ απ’ τα μάτια μου, θα με κολάσεις”.

 Ρίχνεται πάνω της και τήνε πιάνει,

μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.

Στα έρμα στήθια της τα ρούχ’ αρχίζει,

που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.

 Τήνε ξεγύμνωσε… το χέρι απλώνει…

Μέσα στο κόρφο της άγρια το χώνει…

 Μένει σα μάρμαρο. Κρύος σα φίδι

τρίζει απ’ το φόβο του, στο κατακλείδι.

Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο…

Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.

 Τη μαύρη γλύτωσε, το φυλαχτό της,

καπνός, εσβήστηκεν απ’ το πλευρό της.

Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια

έξω, που φώναζε: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α-!

 

Το να δημιουργεί κανείς τέτοια ποιήματα με τόση αληθοφανή λεπτομέρεια μόνο αν τα ζούσε θα μπορούσε να το κάνει, σε αυτό συμφωνούν πολλοί ειδικοί. Υπάρχουν όμως και κάποια άλλα ποιήματα – τραγούδια τα οποία δείχνουν τρομερή αληθοφάνεια των γεγονότων αυτών. Ένα από τα ποιο γνωστά είναι << Του νεκρού Αδελφού >>!!!! κανείς δεν ξέρει πότε ειπώθηκε πρώτη φορά πολλοί λένε ότι ήρθε από την Μικρά Ασία μα άλλοι λένε ότι είναι στα πρώτα βήματα του χριστιανισμού στην Ελλάδα!!!! Το συγκεκριμένο ποίημα συναντιέται με πάρα πολλές παραλλαγές σε όλη την Ελλάδα……

 Του νεκρού αδελφού

 Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,

την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,

την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!

Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη αχτενίζει,

στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.

Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,

να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα αξένα.

Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος εθέλει.

<< Μάνα μου, κι ας τη δώκουμε την Αρετή στα αξένα,

στα αξένα κει που περπατώ, στα αξένα που πηγαίνω,

αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε >>.

– Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.

Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,

κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάγει να μου τη φέρει;

-<< Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,

αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,

αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω >>.

 Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,

κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι

κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,

βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.

Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,

στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.

<< Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,

οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!

το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;

Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,

αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις >>.

Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,

η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.

Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,

και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

 Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.

Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.

Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:

<< Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε >>.

– Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;

Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ‘ρθω,

κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ‘ρθω.

<<  Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι >>.

– Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,

δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,

μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν μ ανθρωπινή ομιλία:

<< Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος >>!

– Άκουσες, Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;

-<< Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε >>.

Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:

<< Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,

να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους >>!

– Άκουσες, Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;

πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.

<<  Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν >>.

– Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.

<<  Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,

κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι >>.

Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:

<< Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,

τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος >>!

Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.

Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;

-<< Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν >>.

– Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,

και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;

<<  Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου >>.

 Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.

Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.

Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.

Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.

Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα

βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,

βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.

Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,

και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.

Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.

<< Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,

κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,

κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.

– Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα >>.

– Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;

– Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε να, εγώ είμαι η Αρετή σου.

 

Υπάρχουν πολλές αναφορές για την ονομασία του βρικόλακα από τους λαογράφους μας Ν. Πολίτη και τον Καμπούρογλου, αλλά και από τους ξένους περιηγητές στην Ελλάδα, όπως βορδόλακας, βορτόλοκας, ζορκόλακας, βουρδούλακας, βουρκόλακας, βολδόλακας, βουρκούλακας, βουλδούλακας, βορκάλικας, βαρβάλακας, βουλκού-λακας, βολπάλας, βόρχολος, βουρτούχαλας, βοηδόλαμιος, βορβουντάουλας, καταχανάς, φάντακας, κατσικάς, λάμπασμα, σαρκωμένος, ανακαθούμενος, μουρουχάνος, δογλιασμέος, κτλ, δείχνει πόσο πολύ απασχολούσαν οι ιστορίες βρικολάκων, μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, τις μικρές κοινωνίες και τα χωριά της Ελλάδας .

Ο Δημήτρης Αινιάν, αγωνιστής του Εικοσιένα και βιογράφος του Καραϊσκάκη, εξιστορεί ένα περιστατικό σχετικό με την εμφάνιση βρικόλακα όπως του το αφηγήθηκε ο πάρεδρος ενός χωριού παραδίπλα από τα Τουρκικά και κοντά στην Υπάτη Φθιώτιδας και συνέβηκε το 1850 [Βιβλιοθήκη του Λαού, Α΄1852, σ.282-290] ( μήπως και αυτό το περιστατικό είχε να κάνει με λιβάνια που δημιουργούν παραισθήσεις )!;!:

<< Πριν δυο χρόνια βρικολάκιασε ένας συγχωριανός μας. Φαινόταν τις νύκτες φωτιά από τον τάφο του και πάρα πολλές φορές πήγαινε στο σπίτι του, έκανε κτύπους και θορύβους, ανακάτευε τα πράγματα μέσα στο σπίτι του και η δυστυχισμένη γυναίκα του, που την τρόμαζε και την κυνήγαγε γύρω από το τραπέζι, κινδύνευε να πεθάνει από τον φόβο της, γιατί κανείς από τους γειτόνους της δεν πήγαινε να την βοηθήσει. Όταν δε νύκτωνε όλοι είμαστε αναγκασμένοι να κλείνουμε καλά τις πόρτες και τα παράθυρα στα σπίτια μας και να τα φυλάμε καλά για να μην έλθει και μπει ο βρικόλακας και στα δικά μας. Τέλος πάντων αφού δεν μπορούσαμε να υποφέρουμε αυτήν την δυστυχισμένη ζωή, αποφασίσαμε να ανοίξουμε τον τάφο του πεθαμένου και βρικολακιασμένου συγχωριανού μας. Και τι βρίσκουμε μέσα στον τάφο του???? Αυτόν ολόκληρο και απείραχτο, όπως ήταν τότε που τον θάψαμε και είχε κιόλας παχύνει περισσότερο.

5

Όλοι μας απορήσαμε και τρομάξαμε που τον είδαμε έτσι απείραχτο και άλιωτο. Τότε ο εφημέριος του χωριού μου είπε να φέρω ένα λοστό και αφού τον έφερα, είπε:

“Να πάρει ένας από εσάς τον λοστό και κρατώντας τον με τα δυο χέρια του να κτυπήσει με όλη του την δύναμη το σώμα του βρικολακιασμένου στον μέρος της καρδιάς του ώστε ο λοστός να περάσει από το άλλο μέρος”. Κανείς από τον φόβο του δεν κουνήθηκε να πάρει τον λοστό για να κάνει το παλούκωμα. Τότε ο εφημέριος είπε σ΄έναν γεροδεμένο νεαρό που φαινόταν ότι είχε περισσότερο θάρρος από εμάς τους υπόλοιπους…

“Παιδί μου είναι ντροπή νέος σαν και σένα να φοβάσαι ένα πεθαμένο. Έπειτα όπως ξέρεις είναι και Σάββατο και καμιά δύναμη και εξουσία δεν έχει αυτός εδώ ο βρικόλακας για να κάνει κακό”.

Ο νεαρός, είτε θέλεις από ντροπή, είτε θέλεις από σεβασμό στον εφημέριο δεν τόλμησε να αρνηθεί και αφού πήρε το μυτερό λοστό, στάθηκε πάνω από το σώμα του βρικολακιασμένου και με όλη του την δύναμη τον κάρφωσε στην καρδιά. Αλλά τότε με μεγάλη μας φρίκη είδαμε ότι ο λοστός δεν μπήχτηκε στο σώμα και ο βρικολακιασμένος μαζεύτηκε ως να ήταν ζωντανός. Αυτό το θυμάμαι τόσο έντονα σαν να συνέβηκε σήμερα. Αμέσως ο λοστός έπεσε από τα χέρια του νεαρού συγχωριανού μας και εμείς από τον φόβο μας παρά λίγο να φεύγαμε αν δεν μας εμψύχωνε ο εφημέριος μας λέγοντας μας να μην φοβόμαστε γιατί είναι Σάββατο και ο βρικόλακας δεν μπορεί να μας κάνει κακό. Μας βάζει αμέσως μετά να μαζέψουμε ξύλα και να ανάψουμε μια φωτιά επάνω στον βρικολακιασμένο. Μετά από τρεις ώρες καταφέραμε να τον κάψουμε και μετά από τότε δεν τον ξαναείδαμε στο χωριό μας. Και από τότε δεν ξαναείδαμε άλλο βρικολακιασμένο, εκτός από αυτόν που αύριο Σάββατο έχουμε σκοπό να τον ξεχώσουμε και να τον κάψουμε… ( …ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ στο συμβάν… ) >>.

Πριν τα 400 χρόνια σκλαβιάς αλλά και μετά και μέχρι τις μέρες μας η Ελλάδα είναι γεμάτη από μαρτυρίες και αναφορές για εμφανίσεις βρικολάκων. Ο Σικελός περιηγητής Xavier Scrofani που περιόδευσε από τα μέσα του 1795 έως και στις αρχές του 1796 στο χρονικό του καταγράφει μια ιστορία για βρικόλακα στην Ζάκυνθο ( Μήπως και αυτός είχε αναμείξει τις μυρουδιές της αποσύνθεσης με λιβάνια; το λέω αυτό συνέχεια διότι κάποιοι είρωνες ερευνητές φέρνουν ως παράδειγμα την αφήγηση του λιβανιού από την Μύκονο λέγοντας ότι όλα αυτά δεν είναι τίποτα άλλο παρά φαντασιώσεις και δεισιδαιμονίες των χωρικών ).

<< Μια νεαρή γυναίκα, η Ελένη Ματαράγκα, αγαπούσε ένα συγχωριανό της. Τελικά επειδή αυτός ήταν φτωχός, οι γονείς της την πάντρεψαν με έναν άλλο πλουσιότερο. Ο νεαρός επειδή έχασε την Ελένη μετά από λίγες μέρες πέθανε από την στεναχώρια του. Την νύκτα της κηδείας του εμφανίστηκε βρικολακιασμένος στο κρεβάτι της. Μια δύο τρεις φορές, αρκετές φορές και κάθε βράδυ. Πως να γλυτώσει από τον βρικόλακα??? Μια νύκτα που έλειπε ο άντρας της από το χωριό, πήρε μια τσάπα, ένα σφυρί και καρφιά, πήγε στο νεκροταφείο, ξέθαψε το πτώμα και το κάρφωσε με τέσσερα καρφιά στα χέρια και τα πόδια. Από τότε δεν ξαναφάνηκε στο κρεβάτι της ο βρικόλακας [Voyage en Grece de Xavier Scrofani-Paris 1801] >>.

Επίσης ο Scrofani στο ίδιο χρονικό του περιγράφει λεπτομερώς μια τελετή εξορκισμού βρικόλακα στην Κορινθία όπως την είδε ο ίδιος και στην οποία παρευρισκόταν και ο μητροπολίτης Κορινθίας Γρηγόριος. Τα είχαν ζήσει και τα έβλεπαν ζωντανά όλα αυτά που περιγράφουν….

…..Πρώτα πρώτα οι κάτοικοι συγκεντρώνουν ένα χρηματικό ποσό για τον μητροπολίτη. Ύστερα οι συγγενείς ετοιμάζουν ένα πλούσιο τραπέζι μέσα στο νεκροταφείο, μπροστά στον ανοικτό τάφο του βρικολακιασμένου συγχωριανού τους. Αν είναι φτωχοί και δεν έχουν χρήματα τα έξοδα τα αναλαμβάνει ο πλουσιότερος του χωριού….

Ο μητροπολίτης καλεί τον πεθαμένο, “εις το όνομα του Θεού” να γευτεί τα φαγητά που του προσφέρονται. Η άρνηση αποτελεί απόδειξη ότι είναι πραγματικά πεθαμένος και αφορισμένος και ότι μόνο το πνεύμα του προκαλεί τις ενοχλήσεις στους συγχωριανούς του. Ύστερα ο μητροπολίτης φοράει την μίτρα του και σπάζει σε μια λεκάνη 31 αυγά, προσθέτει μερικά άνθη πορτοκαλιάς, αλεύρι και εξαιρετικό κρασί, τα ανακατεύει με μια δέσμη από κλαριά μυρτιάς, ραντίζει το πτώμα με το παραπάνω μείγμα και δίνει εντολή να ξαναθάψουν το πτώμα μέσα στον τάφο. Μόλις τελειώσει η τελετή, ο μητροπολίτης μαζί με τους άλλους παπάδες πίνουν το μείγμα που είχε ετοιμάσει και τρώνε τα φαγητά του πεθαμένου.

<< Είδα την τελετή με τα ίδια μου τα μάτια >>, γράφει ο Σικελός, ο περιηγητής, και νόμισα πως βρίσκομαι μπροστά σε μάγους της Θεσσαλίας. Η τελετή εξορκισμού του βρικόλακα έγινε από τον μητροπολίτη Κορινθίας Γρηγόριο.

Ο καθιερωμένος τρόπος απαλλαγής από την τυραννία του βρικόλακα ήταν η εκταφή, το κάρφωμα με παλούκι στην καρδιά ή και το κάρφωμα με καρφιά μέσα στο φέρετρο, το ζεμάτισμα με καυτό ξύδι και το κάψιμο της καρδιάς ή και ολόκληρου του πτώματος.

Μια πραγματική ιστορία όπου πολλοί την παρουσιάζουν σαν παράδοση από την Κυνουρία για βρικόλακα υπάρχει, όπως την διασώζει ο Κ.Ι. Μαντζουράνης [Κυνουριακαί παραδόσεις, Λαογρ. τ. Δ΄ σ. 473 – 1914] λέει:

<< Μαζώχτηκαν παπάδες και ούλος ο λαός και επήγανε στο μνήμα ούλοι και λέγανε “μέσα είσαι, μέσα είσαι”. Ανοίξανε το μνήμα και τον βρήκανε και τήραε ( κοίταγε ). Σκίσανε τα στήθια του και βγάλανε την καρδιά του. Βράσανε λάδι και ξύδι και την έκαψαν. Από τότε δεν ματαβγήκε…….. >>.

Είναι πολύ φανερό είναι ότι μεταξύ της Ελληνικής παράδοσης και της σύγχρονης αντίληψης για τους βρικόλακες υπάρχει τεράστια διαφορά. Στην σύγχρονη αντίληψη, αλλά και στην αντίστοιχη λογοτεχνία της, ο βρικόλακας παρουσιάζεται ως ένα τέρας που “διψάει” για αίμα και για την διαιώνιση του ανομολόγητου είδους του, εν αντιθέσει όμως με την Ελληνική παράδοση όπου παρουσιάζεται ως ένα θορυβοποιό πνεύμα με την δίψα της ανάμνησης της ζωής μέσα από τα νεκρά σώματα, σαν ένα είδος ζόμπι όπου με την μόνη διαφορά δεν έχει να κάνει με τα ηλίθια ζόμπι που δείχνει ο κινηματογράφος!!!!

Στην αρχαία Ελλάδα υπάρχουν πάμπολλες αναφορές για την ύπαρξη πλασμάτων της νύκτας που μοιάζουν με φαντάσματα, παρά με βρικόλακες. Υπήρχαν οι συνοδοί της βασίλισσας της νύκτας, της Εκάτης, που ήταν αποκρουστικά τέρατα – δαίμονες, που περισσότερο φόβιζαν παρά ρουφούσαν το αίμα των ανθρώπων. Και στον Χριστιανικό Ελληνισμό η παράδοση συνεχίστηκε και οι δαίμονες παίρνουν νέα ονόματα, η Μορμώ και η Λάμια γίνονται το Μορμολύκειο, που όμως είναι και πάλι στην ουσία, κακά φαντάσματα που τρομάζουν τους πιστούς και όχι βρικόλακες που πίνουνε το αίμα τους, αυτό είναι πραγματικότητα σε όλη αυτήν την ιστορία. Πάντα όμως ο σκοτεινότερος δαίμονας και ο δραπέτης του κάτω κόσμου, ο βρικόλακας, θα ελκύει και θα τρομάζει τους ανθρώπους γιατί στην μορφή του θα προβάλλεται η ανθρώπινη προσδοκία για μια αθάνατη ζωή, αλλά και ο ανθρώπινος φόβος για την ανυπαρξία της ζωής μετά τον θάνατο, αλλά και το μυστήριο του πλάσματος όπως τον περιγράφουν τα βιβλία και οι κινηματογραφικές ταινίες.

Όπως και οι σλαβικές χώρες, έτσι και στη χώρα μας κυκλοφορούν πολλές δοξασίες και δεισιδαιμονίες σχετικά με τους “απέθαντους”. Όμως η ελληνική παράδοση όπως είδαμε πιο πάνω δεν παρουσιάζει τους βρικόλακες όπως τους ξέρουμε μέσα από τις ταινίες, αφού τα χαρακτηριστικά που τους αποδίδει ταιριάζουν περισσότερο σε αυτά των ζόμπι….

Σύμφωνα με την Ελληνική παράδοση, βρικόλακας είναι αυτός ο οποίος ξαναζωντανεύει και έχει συνήθως κακές προθέσεις. Η ίδια η λέξη “βρικόλακας” προέρχεται από τις λέξεις “βούρκος” και “λάκκος”, που παραπέμπει στην σήψη του νεκρού σώματος, για αυτό και σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, τους αποκαλούν και “βουρκόλακες”!!!!

Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον στις Ελληνικές δοξασίες είναι ότι σε κάθε περιοχή της Ελλάδας έχουν διαφορετική άποψη για τη μορφή, για το πότε εμφανίζεται ένας βρικόλακας και για το ποιοί… βρικολακιάζουν.

6

Ας δούμε κάποιες απόψεις από κάποια μέρη της Ελλάδος:

Στην Μυτιλήνη πιστεύουν ότι βρικολακιάζουν όσοι έχουν κάνει μεγάλα εγκλήματα, οι αυτόχειρες και όσοι δεν πηγαίνουν ποτέ στην εκκλησία αλλά και όσες έπρατταν μοιχεία (!!;;!!).

Στην Σκύρο και σε μερικές περιοχές της Θράκης βρικολακιάζουν οι άταφοι και άψαλτοι αλλά και αυτοί που έπιναν πολύ και πέθαιναν από το ποτό.

Στην Άνδρο πιστεύουν ότι αν βλαστημήσεις ή καταραστείς έναν νεκρό, τότε εκείνος γίνεται βρικόλακας.

Στην Μάνη υπάρχουν δύο είδη βρικολάκων:

Οι “ριχτοί”, αυτοί που δεν ησυχάζουν ποτέ και βγαίνουν από τον τάφο τους κάθε μέρα και οι “Σαββατιανοί”, που βγαίνουν από το μνήμα τους μόνο το Σάββατο. Και οι δύο βγαίνουν μόνο τη νύχτα και για να φύγουν πρέπει να λαλήσει ο μαύρος κόκορας ή αν κάποιος ρίξει αλάτι επάνω τους!!!!

Στην Σάμο συνήθως εμφανίζονται από τα μεσάνυχτα μέχρι να βγει ο ήλιος, αλλά μερικές φορές μπορεί να εμφανιστούν και το μεσημέρι, στις 12 ακριβώς, αλλά δεν μπορούν να απομακρυνθούν από τον τάφο τους και περιφέρονται σαν χαζοί τριγύρω.

Στην Χίο βγαίνουν μετά τα μεσάνυχτα και εξαφανίζονται μόνο όταν λαλήσει τρεις φορές ο άσπρος κόκορας. Είναι λευκοντυμένοι με τα σάβανά τους αλλά έχουν και ένα αρχηγό, που είναι τριπλάσιος σε μέγεθος και κατάμαυρος κι ολόγυρά του χοροπηδούν οι άλλοι ( !!!;;!! ).

Στην Αμοργό πιστεύουν ότι οι βρικόλακες μπορούν να εμφανιστούν και στο φως της ημέρας με μεγάλο θόρυβο.

Στην Κάλυμνο βγαίνουν τις κρύες νύχτες του χειμώνα, γιατί τους αρέσει ο παγωμένος άνεμος με τον οποίον ταξιδεύουν από σπίτι σε σπίτι ( !!;;!! ).

Στην Μακεδονία βγαίνουν μόνο τις νύχτες με πανσέληνο, αλλά και τις μέρες που βρέχει.

Στην Αλόννησο έχουν μαύρη και γυαλιστερή σάρκα, και λάμπουν στο σκοτάδι ( !!!! ).

Στις Σπέτσες, στην Ύδρα και στα Κύθηρα, είναι κακόσχημοι καμπούρηδες με κατάμαυρα χέρια και μεγάλα νύχια, δεν μιλάνε παρά μουγκρίζουν σαν να σιγοτραγουδούν.

Στην Τήνο έχουν τη μορφή του νεκρού, σαν φάντασμα δηλαδή, αλλά έχουν μακριά γένια, μακριά μαλλιά και γαμψά νύχια. Μα όταν έρθουν σε επαφή με τους ζωντανούς τότε παίρνουν υλοποιημένη μορφή κάνοντας πολλές ζημιές!!!!

Στη Σαμοθράκη πιστεύουν ότι το σώμα των βρικολάκων είναι από φωτιά και μπορούν να γίνουν αόρατοι και να μεταφερθούν όπου θέλουν…..

Σύμφωνα με την εφημερίδα << Αθηνά >> (31 Δεκεμβρίου 1847):

Στο Σοφικό της Κορινθίας εμφανίστηκαν βρικόλακες , αντί οι κάτοικοι να ξεθάψουν τον νεκρό και να τον παλουκώσουν ή αποτεφρώσουν, αποφάσισαν να δράσουν διαφορετικά. Ο δήμαρχος ανάφερε το γεγονός στον έπαρχο Κορίνθου και εκείνος στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και στην Ιερά Σύνοδο. Η τελευταία έστειλε τον Άγιο Αιγίνης να έλθει στο Σοφικό για να εξοστρακίσει τους βρικόλακες. Η ιστορία είχε αρχίσει το Νοέμβριο του 1847, όταν οι Σοφικίτες πανικοβλήθηκαν από μια σειρά γεγονότων.

Ένα μυστηριώδες φως πετούσε ορμητικά από σπίτι σε σπίτι. Ο αέρας αντιλαλούσε από φωνές ζώων, αλλόκοτους κρότους στα παράθυρα, στις στέγες, στα κατώγεια και στους δρόμους. Τοπικές δονήσεις ταρακουνούσαν συγκεκριμένα σπίτια. Ο απεσταλμένος της εκκλησίας βεβαιώνει ότι ο πανικός ήταν τέτοιος που από τις τετρακόσιες οικογένειες του Σοφικού, πολλές μετακόμισαν σε άλλα χωριά εγκαταλείποντας τα σπίτια τους. Όσοι απόμειναν συγκροτήθηκαν σε ένοπλες ομάδες των πέντε και δέκα ατόμων ξαγρυπνώντας και προσπαθώντας να “διώξουν” το δαίμονα με θόρυβο και κραυγές.

Επί πέντε μέρες ο απεσταλμένος της εκκλησίας έψελνε αγιασμούς, διάβαζε ευχές και έκανε όλα όσα έπρεπε.

Η ίδια ιστορία στο Σοφικό από την εφημερίδα-φυλλάδα << Ναύπλιο >> ( 4 Ιανουαρίου 1848 )

Στο Σοφικόν της Κορινθίας εμφανίστηκαν Βουρβούλακες τρομοκρατώντας τους κάτοικους της περιοχής. Πολλοί δε των κατοίκων του χωριού μετακόμισαν σε πλησιέστερα χωριά της περιοχής λόγο των συνεχών επιθέσεων των Βουρβουλάκων. Ο εν έπαρχος Κορίνθου μετά σύστασης και αναφοράς εις στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και στην Ιερά Σύνοδο, εστάλει είκοσι χωροφυλάκους χωρίς αποτέλεσμα, κατόπιν ημερών εστάλη τον Άγιο Πατέραν Αιγίνης όπου γνώριζε εξορκισμό για τους Βουρβούλακες.

Οι ενοχλήσεις των χωρικών από τους Βουρβούλακες ξεκίνησαν την 3ην Νοέμβριου του 1847 . Οι χωρικοί δήλωσαν ότι από το νεκροταφείων του χωριού ακούγονταν τις νύχτες βροντές και διάφοροι ακατανόητοι θόρυβοι. Έπειτα διαφορών περίεργων φώτων έκαμαν βόλτες πάνω από τα σπίτια του χωριού και μετά από λίγην ώρα από τρεις ως και πέντε Βουρβούλακες έκαμαν την εμφάνιση τους στο χωριό δημιουργώντας τεράστιες καταστροφάς σε ζώα στάβλους και σπίτια. Δυο από τους Βουρβούλακες έκαμαν κάποια από τα σπίτια να ταρακουνιούνται όπως ένας σεισμός.

Μαζί με τον Άγιο Πατέρα Αιγίνης και τους Χωροφυλάκους και κάποιων των γενναίων χωρικών εν συσταθεί οπλισμένο απόσπασμα των δέκα ατόμων και ξαγρυπνώντας προσπαθούσαν να διώξουν τους Βουρβούλακες. Ειδικός εξορκισμός ετελέστει από τον Άγιο Πατέρα Αιγίνης όπου κάτοικοι του χωριού δήλωσαν ότι έβγαλαν τους Βουρβούλακες από τους τάφους όπου ήταν αναλλοίωτοι, πρησμένοι, με χρώμα μελανιασμένο τους ζεμάτησαν με ξύδι βραστό κόβοντας τους τις κεφαλές. Ύστερα ξανά τοποθετηθήκαν στον ίδιο τάφο όλοι μαζί και θάφτηκαν για πάντα.

Το περίεργο της υποθέσεως είναι ότι κανείς δεν δίνει λεπτομερώς αφήγηση για το τι συνέβη στο χωριό. Την δράση από τους Βουρβούλακες πως συνελήφθηκαν αλλά και τις λεπτομέρειες του Αγίου Πατέρα Αιγίνης πως τους εξόρκισε και εκδίωξε. Ο Άγιος Πατέρας Αιγίνης εις τον τύπον δήλωσεν ότι επρόκειτο για ταραξίες όπου λύμεναν το χωριό όπου και συνελήφθειν από τις αρχές. Θα ήταν φρόνιμο από την Εκκλησία να επί εις τους τοπικούς άρχοντες τον τρόπο που έδρασαν για να πιάσουν του βουρβουλάκους διότι σε διάφορα χωριά εν Αργολής υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις.

Όπως βλέπετε υπάρχουν υποθέσεις στην χώρα μας όπου δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό λόγο ότι ξεχάστηκαν ή επειδή αποσιωπήθηκαν τελείως.

Ας δούμε όμως μια παράξενη και τρομακτική υπόθεση μαζικής υστερίας για έναν βρικόλακα. Την ιστορία αυτήν μου την διηγήθηκε ένας μοναχός από το Άγιο Όρος όπου και είναι εξορκιστής Βουρβουλάκων μέχρι και σήμερα!!!!

ΜΟΝΑΧΟΣ

<< Άκου παιδί μου, ήταν η περίπτωση του Arnold Paole, ενός επικίνδυνου βουρβουλάκου, η εξόντωση του οποίου χρειάστηκε την αποστολή από το Βελιγράδι (υπό τις διαταγές του Καρόλου του 6ου) ενός αποσπάσματος που αποτελείτο από στρατιώτες και από πολιτικούς αξιωματούχους. Το απόσπασμα διατάχτηκε από τον Κάρολο Αλέξανδρο του Γούρτεμπεργκ, Διοικητή του βασιλείου της Σερβίας. Συνολικά, 1200 άνθρωποι ήρθαν στο Meduegna (το χωριό του Paole) για να δουν τι θα κάνουν με την περίεργη αυτή κρίση που είχε ξεσπάσει. Είναι ενδεχομένως η πιο λεπτομερής και η πιο επιβεβαιωμένη ιστορία με βρικόλακες όλων των εποχών. Γνωστοποιήθηκε και υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1732 από 3 στρατιωτικούς χειρούργους, έναν αντισυνταγματάρχη και έναν υπολοχαγό.

Η υπόθεση αυτή εξιστορείται στην <<Ιστορία της Μαγείας >> από τον Ennemoser μα και είναι καταχωρημένο στο μεγαλύτερο μοναστήρι της Σερβίας ως αληθινή. Την άνοιξη του 1727 επέστρεψε στην πατρική του γη Meduegna ένας νεαρός ονόματι Arnold Paole , έχοντας εκτίσει τη θητεία του στο Levant. Ο Paole, εκτελώντας τη στρατιωτική του θητεία σε εκείνα τα μέρη έζησε πολλές και διάφορες περιπέτειες. Ήταν μια περίοδος της ζωής του που του έδωσε την ευκαιρία να αποκτήσει αρκετά χρήματα ώστε να αγοράσει ένα καλό σπίτι στην εξοχή και ένα ή δυο στέμματα για καλλιέργεια στην πατρική του γη, από όπου και αποφάσισε να μην το κουνήσει για το υπόλοιπο της ζωής του.

Φαινόταν περίεργο πώς ένας άνθρωπος σε σχετικά μικρή ηλικία, με πολύ καλή υγεία, που είχε ζήσει πολλά , να εγκαταστάθηκε τόσο πρώιμα σε ένα τόσο απόμακρο χωριό. Επίσης, η ευσυνείδητη τιμιότητά του σε όλες του τις εμπορικές συναλλαγές, η πειθαρχία στις συνήθεις εργασίες του, ο σταθερός του χαρακτήρας, σύντομα έδειξαν ότι οι περιπέτειες που έζησε στις εκστρατείες που συμμετείχε δεν είχαν όπως συμβαίνει συνήθως με τους νεαρούς στρατιώτες επηρεάσει την τιμιότητα και τον αυτοέλεγχό του.

Εντούτοις, ορισμένοι παρατήρησαν μια κάποια ανησυχία, κάποια παράξενα πράγματα στη συμπεριφορά του, γεγονός που έδωσε τροφή ώστε να εγείρουν υποψίες, χωρίς να μπορούν να προσδιορίσουν προς τα πού έτειναν αυτές. Φάνηκε να αποφεύγει συστηματικά να συναντήσει τη Νίνα, την κόρη ενός πλούσιου αγρότη του οποίου τα κτήματα βρίσκονταν πλάι στα δικά του. Κι όμως, όπως έλεγαν τα κουτσομπολιά του χωριού, τι πιο ταιριαστό ζευγάρι θα μπορούσε να υπάρξει από αυτό της Νίνα με τον Arnold ; Ήταν νέος, είχε μια υπολογίσιμη περιουσία που μέρα με τη μέρα μεγάλωνε, ήταν υγιής, εργατικός και δεν είχε ούτε σχέσεις ούτε και χρωστούμενα σε άλλα μέρη.”

“Καθώς περνούσε ο καιρός, ο Arnold δεν μπορούσε πια να αποφεύγει να συναναστρέφεται με τους γείτονές του και κανείς δεν εξεπλάγη όταν ανακοινώθηκε ότι παντρεύτηκε τη Νίνα. Όμως, όπως έλεγαν συχνά οι φίλοι της, η κοπέλα ένιωθε να υπάρχει μια ανεξήγητη σκιά ανάμεσά τους. Αποφάσισε μια μέρα να τον ρωτήσει σχετικά μ’ αυτό το θέμα και να μάθει πιο ήταν εκείνο το πρόβλημα που τον απασχολούσε διαρκώς. Εκείνος αποφάσισε να της ανοιχτεί και να της αποκαλύψει ότι τον στοίχειωνε η ιδέα πως θα πεθάνει σύντομα και ανέφερε ένα περίεργο περιστατικό που του συνέβη στην Kostartsa κοντά στη Γρανίτσα καθώς επιτελούσε τη θητεία του.

Άκου παιδί μου και δώσε βάση σε αυτά που είπε:

Είπε πως σε αυτά τα μέρη της Ελλάδας οι νεκροί επέστρεφαν για να βασανίσουν τους ζωντανούς. Από μια κακή τύχη, είχαν στρατοπεδεύσει σε μια τρομακτική περιοχή κι εκεί του συνέβη η πρώτη του επίσκεψη βρικόλακα. Αμέσως βρήκε τον τάφο και προχώρησε στην τελετή << θανάτωσης >> του βουρβουλάκου. Στη συνέχεια, παρά τις προσπάθειες των ανωτέρων του να τον μεταπείσουν, δήλωσε παραίτηση από το στρατό κι αναχώρησε για την πατρική του γη. Από τότε και μέχρι τώρα τίποτα το κακό δεν του είχε συμβεί και ήταν πια σίγουρος ότι θα ήταν ικανός να το αντιμετωπίσει αν μια μέρα του χτυπούσε την πόρτα.

Κατά τη διάρκεια μιας συγκομιδής, ο Arnold έπεσε από την κορυφή ενός φορτωμένου με σανό κάρου και στη συνέχεια μεταφέρθηκε αναίσθητος στο κρεβάτι του. Προφανώς είχε χτυπήσει άσχημα γιατί μετά από λίγο καιρό πέθανε. Το σώμα του ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο του χωριού. Ωστόσο ένα μήνα αργότερα, άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι ο Arnold εθεάθη να περιφέρεται γύρω από το χωριό όταν έπεφτε η νύχτα και πολλοί τα ονόματα των οποίων μπήκαν στην επίσημη αναφορά παραπονιόντουσαν ότι τους είχε στοιχειώσει εκείνος ενώ από τότε που τον είδαν έπεσαν σε μια κατάσταση ασυνήθιστης ατονίας. Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα κάποιοι από αυτούς πέθαναν, και ένας πανικός άρχισε να εξαπλώνεται στην περιοχή. Καθώς έπεφτε η σκοτεινή χειμωνιάτικη νύχτα, κανείς δεν τολμούσε να βγει έξω από την πόρτα του. Όμως ψιθυριζόταν ότι το πλάσμα μπορούσε εύκολα να μπει μέσα από τα κλεισμένα παράθυρα και τους τοίχους, και καμιά κλειδωνιά ή σύρτις δεν μπορούσε να τον κρατήσει μακριά αν αποφάσιζε να μπει. Στη διάρκεια ολόκληρου του χειμώνα το δύστυχο χωριό έδειχνε να ζει μέσα σε ένα καθεστώς πανικού και τρόμου. Σε δέκα περίπου εβδομάδες, ίσως και περισσότερο, μετά τον ενταφιασμό του, αποφασίστηκε ότι το σώμα του Arnold πρέπει να ξεθαφτεί για να διαπιστωθεί αν πρόκειται πράγματι για βρικόλακα.

Η ομάδα που συγκροτήθηκε για αυτό, αποτελείτο από δυο αξιωματικούς, πολεμικούς αντιπροσώπους του Βελιγραδίου, δυο στρατιωτικούς γιατρούς και έναν άγνωστο καλόγερο , ένα παιδί που μετέφερε τα κουτιά με τα εργαλεία τους, τις αρχές του χωριού, το γέρο νεκροθάφτη και τους βοηθούς του. Ο γιατρός ονόματι Mayo περιέγραψε την όλη σκηνή:

Ήταν ξημερώματα ενός γκρίζου πρωινού. Η ομάδα πήγε στο νεκροταφείο του Meduegna όπου επικρατούσε πλήρης ησυχία. Το νεκροταφείο ήταν περιτριγυρισμένο από έναν άγριο και ακατέργαστο τοίχο. Βρισκόταν προστατευμένο στο μέσο των βουνών με τις κυματιστές πράσινες πλαγιές τους, ακανόνιστα σπαρμένες με οπωροφόρα δέντρα που τελείωναν σε απόκρημνα κορφοβούνια γεμάτα με θάμνους. Οι τάφοι ήταν στην πλειοψηφία τους αρκετά προσεγμένοι, με μπορντούρες από ξύλο πυξού και λουλούδια ανάμεσα. Επάνω στους περισσότερους βρισκόταν ένας μικρός ξύλινος σταυρός, βαμμένος μαύρος, που έφερε το όνομα του νεκρού. Εδώ κι εκεί κάποιοι πέτρινοι τάφοι. Ένας από αυτούς, αρκετά ψηλός, μια απλή στενή πλάκα, διακοσμημένος με Γοτθικά σκαλίσματα, επιβαλλόταν στους υπόλοιπους. Κοντά σε αυτόν, βρισκόταν ο τάφος του Arnold Paole. Η ομάδα κινήθηκε προς τα εκεί. Ο γέρο νεκροθάφτης άρχισε να σκάβει και να βγάζει το έξω χώμα .Έδειχνε αρκετά απαθής. Το αγόρι κοίταζε έντονα, επίμονα, συνεπαρμένο από τη φρίκη και την αγωνία. Μετά από ώρα έβγαλαν με δυσκολία το φέρετρο έξω από το έδαφος και οι βοηθοί του νεκροθάφτη άνοιξαν το καπάκι. Είδαν ότι το πτώμα είχε γυρίσει προς ένα πλευρό, το σαγόνι έχασκε ορθάνοιχτο και τα μπλε χείλη είχαν ποτιστεί με νέο αίμα που είχε στάξει σε ένα λεπτό ρυάκι από μια γωνία του στόματος. Χωρίς καθόλου φόβο, ο γέρο-νεκροθάφτης έπιασε το σώμα και το γύρισε ίσια λέγοντας :

“Δε σκούπισες το στόμα σου από τη χθεσινοβραδινή σου δουλειά.”.

Παρόλο που οι αξιωματικοί ήταν συνηθισμένοι με τη φρίκη του πεδίου της μάχης και οι χειρούργοι με τη φρίκη των χειρουργείων, όλοι τους ρίγησαν με το αποτρόπαιο αυτό θέαμα. Το αγόρι έπεσε λιπόθυμο σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο. Βρίσκοντας το κουράγιο για να επιτελέσουν το αποτρόπαιο αυτό έργο τους, επιθεώρησαν το πτώμα από πιο κοντά και σύντομα κατάλαβαν ότι συνέβαινε πράγματι αυτό που φοβόντουσαν. Ήταν βρικόλακας. Έδειχνε μάλιστα σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα που ήταν νεκρός. Ακουμπώντας το πτώμα, το δέρμα έφυγε και από πίσω υπήρχε νέο δέρμα και νέα νύχια. Σκόρπισαν πάνω του σκόρδο και έμπηξαν στο σώμα του έναν πάσσαλο, αναγκάζοντάς τον να βγάλει μια άκρως διαπεραστική κραυγή καθώς ζεστό αίμα ανάβλυσε σαν σιντριβάνι.

Όταν η ανατριχιαστική αυτή επιχείρηση ολοκληρώθηκε, ξέθαψαν τα σώματα τεσσάρων άλλων ατόμων που είχαν πεθάνει μετά από επίθεση που τους έκανε ο Arnold. Στα γραπτά του μοναστηριού αναφέρει πως τα πτώματα αυτά είχαν τουμπανιασθεί και είχαν χρώμα μπλε, και σε αυτά έμπηξαν πασσάλους από μουρτζιά και στη συνέχεια έκαψαν και τα πέντε πτώματα. Οι στάχτες τους τοποθετήθηκαν σε καθαγιασμένο έδαφος.

Θα έλεγε κανείς πως τα μέτρα αυτά που πάρθηκαν θα έδιναν ένα τέλος στην υπόθεση των βρικολάκων στο χωριό. Δυστυχώς όμως αυτό δε συνέβη, πράγμα που δείχνει ότι ο αρχικός βρικόλακας από την Kostartsa πρέπει να ήταν εξαιρετικά σκοτεινής φύσεως. Σχεδόν έξι χρόνια μετά την αποτέφρωση του σώματος του Arnold, η << μόλυνση του διαβόλου >> χτύπησε ξανά και πολλοί άνθρωποι πέθαναν από απώλεια αίματος. Τα σώματά τους βρίσκονταν σε μια τρομακτικά αδύναμη και αναιμική κατάσταση. Αυτή τη φορά οι αρχές δε δίστασαν να πάρουν άμεσα μέτρα κι αποφάσισαν να εξετάσουν πλήρως όλους τους τάφους του νεκροταφείου το οποίο αφορούσαν οι υποψίες. Διάφοροι διακεκριμένοι χειρούργοι κλήθηκαν από το Βελιγράδι και μια εξονυχιστική έρευνα ξεκίνησε αποφέροντας τα πιο απίστευτα αποτελέσματα. Τα ιατρικά ανακοινωθέντα στα οποία ανακοινώθηκαν τα παρακάτω περιστατικά βαμπιρισμού υπογράφηκαν επίσημα στις 7 Ιανουαρίου του 1732 στη Meduegna από τρεις διακεκριμένους χειρούργους, τους Johannes Flickinger, Isaac Siedel και Johann Friedrich Baumgartner και συνυπογράφηκαν από τον αντισυνταγματάρχη και έναν υπολοχαγό του Βελιγραδίου >>.

SAMAN LYCAN

Όπως και να έχει το θέμα πάτερ όλα δείχνουν η χώρα μας να θρύβει από τέτοιου είδους πλάσματα όπου αργότερα τους δόθηκε η φανταστική μορφή όπου και βρίσκονται σήμερα. Εσείς σαν μοναχός αλλά και εδικός στο θέμα των Βουρβουλάκων έχετε κληθεί ποτέ να αντιμετωπίσετε τέτοιου είδους πλάσματα;

ΜΟΝΑΧΟΣ

Έχω κληθεί αλλά θα μου επιτρέψετε να μην το συζητήσω. …δεν επιτρέπεται!!!

Το όνομα του μοναχού δεν μου επιτρέπετε να το δημοσιεύσω μα αν κάποιος θέλει να τον βρει δεν έχει παρά να πάει στο Άγιο Όρος στην Ουρανούπολη και να τον ζητήσει με την ιδιότητα που κατέχει. Για να σας τον συστήσουν ή να τον συναντήσετε θα πρέπει να έχετε πραγματικές αποδείξεις για τους Βουρβούλακες ειδάλλως δεν θα κάτσει να συζητήσει μαζί το παραμικρό για αυτό το θέμα.

Προτού κλείσω το άρθρο μου θα σας πω για μία γνωστή διήγηση του 18ου αιώνα, όπου περιγράφεται η εκταφή ενός άντρα με το όνομα Πίτερ Πλογκόγιοβιτζ, παρατίθενται λεπτομερέστατα τα χαρακτηριστικά που ξεχώριζαν τους βρικόλακες απ’ τους κοινούς νεκρούς:

<< Τα μαλλιά και τα γένια ακόμη και τα νύχια, τα οποία παλαιότερα είχαν πέσει βρέθηκαν να έχουν μεγαλώσει. Το παλιό δέρμα με τη χλωμή απόχρωση είχε φύγει από το πρόσωπο και νέο δέρμα εμφανιζόταν από κάτω του… Με έκπληξη, είδα φρέσκο αίμα να τρέχει από το στόμα του νεκρού, το οποίο συμφωνήσαμε όλοι ότι προερχόταν από τα θύματά του. Όπως είναι αναμενόμενο, τα χαρακτηριστικά αυτά άρχισαν να θεωρούνται απόλυτα φυσιολογικά, ήδη απ’ τις αρχές της ανάπτυξης της ιατροδικαστικής. Σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη που επικρατεί ακόμη και στις μέρες μας, στους νεκρούς δεν μεγαλώνουν τα μαλλιά, αλλά συρρικνώνεται και υποχωρεί το δέρμα, κάνοντάς τα να φαίνονται μακρύτερα.

Τα νύχια, όντως, πέφτουν γεγονός γνωστό, ήδη, από την εποχή των αρχαίων Αιγυπτίων, οι οποίοι τα στερέωναν στις μούμιες με μεταλλικούς δακτυλίους. Στη συγκεκριμένη διήγηση, σύμφωνα με τον Τόμας Νογκούτσι, ιατροδικαστή από το Λος Άντζελες των Ηνωμένων Πολιτειών, πιθανότατα, ως νύχια θεωρήθηκε το λευκό δέρμα από κάτω τους. Σε ότι αφορά το χρώμα του δέρματος, το πρόσωπο των πτωμάτων δεν έχει απαραίτητα συγκεκριμένο χρωματικό τόνο και η ωχρότητα που παρουσιάζει, μερικές φορές, οφείλεται στην απομάκρυνση του αίματος από τους ιστούς. Έτσι, αν ο άνθρωπος ήταν σε ύπτια στάση κατά τον θάνατό του, το πρόσωπο μπορεί να είναι χλωμό και, αν ήταν μπρούμυτα, να είναι σκουρόχρωμο. Για τον ίδιο λόγο, τα μέλη του σώματος που είναι σε κατώτερο επίπεδο απ’ τα υπόλοιπα, όπως τα χέρια, παρουσιάζουν μεγαλύτερη συγκέντρωση αίματος. Το αίμα είναι σχεδόν μαύρο, εφόσον έχει χάσει το οξυγόνο του, γι’ αυτό και το δέρμα εμφανίζεται, επίσης, πολύ σκούρο στις συγκεκριμένες περιοχές. Μάλιστα, η σκούρα απόχρωση στα τμήματα με υπερβολική συγκέντρωση αίματος ονομάζεται “livor mortis” και είναι εκείνη που επιτρέπει στους ιατροδικαστές να καθορίσουν εάν το σώμα έχει κινηθεί μετά τον θάνατό του.

Ο χαρακτηρισμός “φρέσκο” για το αίμα στο στόμα του Πίτερ Πλογκόγιοβιτζ είναι, προφανώς, αναπόδεικτός και πιθανότατα προέρχεται από το γεγονός ότι το αίμα ήταν σε υγρή μορφή  κάτι που θεωρείται σύνηθες φαινόμενο. Η αιτία, δε, που το αίμα συγκεντρώνεται στο στόμα είναι ότι, όταν το σώμα αποσυντίθεται, πρήζεται από αέρια, τα οποία προέρχονται από τα βακτήρια στα έντερα και σε άλλα μέρη του σώματος. Τα αέρια πιέζουν τους πνεύμονες, οι οποίοι αφενός είναι γεμάτοι αίμα και αφετέρου αποσυντίθενται γρήγορα, γι’ αυτό και το αίμα μετακινείται στο στόμα και τη μύτη.

Αξιοσημείωτο είναι ότι, με τον ίδιο τρόπο, ερμηνεύεται η κραυγή που υποτίθεται πως έβγαζαν τα πτώματα, όταν τους τρυπούσαν την καρδιά για να εξασφαλίσουν ότι δεν θα γίνουν βρικόλακες. Η πίεση στην καρδιά έκανε τα παραπάνω αέρια να περάσουν από τη γλωττίδα και να ακουστεί ένας ήχος, που σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε ότι το σώμα ήταν ζωντανό.

Εξάλλου, σε μία μελέτη που είχε κυκλοφορήσει, ήδη, από το 1753, ο Γάλλος ηγούμενος, Ογκουστίν Καλμέ, αναφέρει:

<< Υπάρχουν ορισμένα είδη χώματος, τα οποία διατηρούν τα πτώματα σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση. Στην Τουλούζη, μάλιστα, υπάρχει μία κρύπτη, στην οποία οι νεκροί τοποθετούνται κατά μήκος του δεξιού και του αριστερού τοίχου. Όλα τα πτώματα της μίας πλευράς παρέμειναν σε καλή κατάσταση, ενώ όλα όσα ήταν στην άλλη πλευρά αποσυντέθηκαν πολύ γρήγορα >>.

Έτσι μπήκαμε στο κεφάλαιο των Βρικολάκων – Βαμπίρ – Βουρβούλακες παίρνοντας μια ιδέα το τι έχει γίνει και ειπωθεί μέχρι τώρα στην χώρα μας γενικότερα!!!! θα επανέλθω στο ζήτημα αυτό και με άλλα άρθρα αλλά και για το τι πραγματικά είναι τα Βαμπίρ. Τις ποιο πολλές πληροφορίες τις πήρα από λαογράφους μας αλλά και εφημερίδες της εποχής εκείνης για το ζήτημα αυτό. Στα επόμενα Άρθρα για τους Βρικόλακες θα υπάρξουν αποκλειστικές αποκαλύψεις……!!!! Μέχρι την επόμενη φορά να είστε όλοι καλά και να θυμάστε.

Αν δεν πιστεύεις σε κάτι, δεν πάει να πει αυτό το κάτι ότι δεν υπάρχει!!!!!

INVISIBLE LYCANS TEAM!!!

 


1 σκέψη στο “ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ – ΒΑΜΠΙΡ!!!! part1

  1. Ωραίο θέμα διαλεξες και εγώ έχω διαβάσει παρόμοιες ιστορίες(με φαντάσματα) αλλα δεν ξέρω κατα πόσο αληθεύουν.Για αυτό αν ξέρεις κάποια στοιχεία πάνω στα φαντάσματα θα ήθελα αν γίνεται να μας τα πεις.

Αφήστε μια απάντηση